Τηλ: 210 6029006 - Κιν: 697 3546407 ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ 55 - ΠΑΙΑΝΙΑ

Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων είναι μια μορφή αντιόξινων φαρμάκων που συνήθως λαμβάνονται από ενήλικες για μια σειρά από προβλήματα υγείας. Ωστόσο, μια νέα μελέτη υποδηλώνει πως οι ασθενείς πρέπει  να είναι προσεκτικοί στη χρήση τους, διαπιστώνοντας ότι ενήλικες που κάνουν συστηματική  χρήση του φαρμάκου έχουν 16-21% μεγαλύτερη πιθανότητα να πάθουν καρδιακή προσβολή, σε σχέση με ασθενείς που δεν χρησιμοποιούν την ίδια κατηγορία αντιόξινων.

Ένας διαφορετικός τύπος αντιόξινου φάρμακου, γνωστό ως H2-ανταγωνιστής, δεν βρέθηκε να σχετίζεται με αύξηση κινδύνου καρδιακής προσβολής.

Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (PPIs) συχνά συνταγογραφούνται για τη θεραπεία ποικίλων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης (ΓΟΠ) και της  λοίμωξης από Helicobacter pylori. Οι ονομασίες αυτών των φαρμάκων διαθέτουν πάντα την κατάληξη “-πραζόλη” – π.χ. λανσοπραζόλη και ομεπραζόλη.

Το 2009, ήταν ο τρίτος τύπος φαρμάκου σε συχνότητα λήψης στις ΗΠΑ, και η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) εκτιμά ότι τουλάχιστον 1 στους 14 Αμερικανούς το έχουν χρησιμοποιήσει. Με την πάροδο του χρόνου οι ειδικοί έχουν αρχίσει ωστόσο να αμφισβητούν την ασφάλεια του φαρμάκου.

Οι ειδικοί αρχικά πίστευαν ότι η χρήση των αναστολέων αντλίας πρωτονίων ήταν επικίνδυνη μόνο για ασθενείς με στεφανιαία νόσο οι οποίοι χρησιμοποιούσαν επίσης την αντιαιμοπεταλιακή ουσία κλοπιδογρέλη, θεωρώντας ότι ο αυξημένος κίνδυνος προκαλείται από αλληλεπίδραση των φαρμάκων. Πιο πρόσφατες μελέτες, ωστόσο, έχουν δείξει ότι ο κίνδυνος μπορεί να εκτείνεται περαιτέρω.

«Προηγούμενη μελέτη μας διαπίστωσε ότι οι PPIs μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά το ενδοθήλιο, την εσωτερική επένδυση των αιμοφόρων αγγείων», αναφέρει ο κύριος συγγραφέας Dr. John Cooke. «Η παρατήρηση αυτή μας οδήγησε στην υπόθεση ότι όποιος λαμβάνει PPIs μπορεί να διατρέχει υψηλότερο κίνδυνο για καρδιακή προσβολή.»

Για τη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο PLΟS ONE, οι ερευνητές από το Houston Methodist και από το Stanford University, συνέκριναν  τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής ασθενών που χρησιμοποιούσαν αναστολείς αντλίας πρωτονίων σε σχέση με ασθενείς που χρησιμοποιούσαν άλλες μορφές αντιόξινων.

Τα στοιχεία συλλέχθηκαν από 16 εκατομμύρια κλινικά έγγραφα, που αφορούσαν περίπου 2.900.000 ασθενείς.

Η χρήση PPIs σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής προσβολής, σε αντίθεση με H2-ανταγωνιστές

Οι ερευνητές εξέτασαν τις πληροφορίες που προέκυψαν από αυτές τις βάσεις δεδομένων για ασθενείς που ανέφεραν ότι έχουν συνταγογραφηθεί  με PPIs ή άλλα παρόμοια φάρμακα, όπως H2-ανταγωνιστές  και στη συνέχεια εξέτασαν  ποιοι από τους ασθενείς αυτούς είχαν κάποιο σημαντικό καρδιαγγειακό συμβάν, όπως μια καρδιακή προσβολή.

Οι H2-ανταγωνιστές  όπως η σιμετιδίνη και η ρανιτιδίνη είναι μια άλλη μορφή αντιόξινων. Σε αντίθεση με τα PPIs, δεν έχουν ακόμα σχετιστεί  με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής προσβολής ή σοβαρής καρδιαγγειακής νόσου.

«Εξετάζοντας δεδομένα από ανθρώπους που έλαβαν PPIs κατά κύριο λόγο για γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση και δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό καρδιακής νόσου, το σύστημά μας αναγνώρισε μια πιθανή διασύνδεση με ένα υψηλότερο ποσοστό καρδιακών προσβολών,” λέει ο επικεφαλής συγγραφέας Nigam Η Shah, επίκουρος καθηγητής βιοϊατρικής Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, προσθέτοντας:

«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι οι PPIs φαίνεται να σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής προσβολής στο γενικό πληθυσμό, ενώ οι  H2-ανταγωνιστές  δεν δείχνουν τέτοια συσχέτιση.»

Λόγω αβεβαιότητας με τη διαδικασία εκτίμησης, οι ερευνητές αναφέρουν ότι η αύξηση του κινδύνου καρδιακής προσβολής βρίσκεται μεταξύ 16-21%.

Καθώς τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη είναι ευάλωτα σε διάψευση με πολλούς τρόπους, οι ερευνητές ελπίζουν να διεξάγουν μια πιο αξιόπιστη μεγάλη, προοπτική και τυχαιοποιημένη μελέτη για να επιβεβαιώσουν εάν οι PPIs είναι επιβλαβείς για το γενικό πληθυσμό.

«Η μελέτη μας εγείρει ανησυχίες ότι τα φάρμακα αυτά – τα οποία είναι ευρέως διαθέσιμα και είναι από τα πιο συχνά συνταγογραφούμενα φάρμακα στον κόσμο – μπορεί να μην είναι τόσο ασφαλή όσο είχαμε αρχικά υποθέσει», καταλήγει ο κύριος ερευνητής Dr. Nicholas J. Leeper, ειδικός αγγειολόγος στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.


ΠΗΓΗ